Ομοσπονδία Αδελφοτήτων Καλαμά Ιωαννίνων
Γενικά στοιχεία
Σε υψόμετρο 560μ. βρίσκεται το χωριό Κάτω Ραβένια το οποίο είναι περιτριγυρισμένο από δάση και ακαλλιέργητη έκταση. Είναι χτισμένο σε ομαλό και πολύ βατό μέρος. Το 1912 το χωριό αριθμούσε 100 οικογένειες και 622 κατοίκους. Ο αριθμός αυτός με το πέρασμα των χρόνων μειώθηκε αρκετά με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν 30 οικογένειες και 75-80 μόνιμοι κάτοικοι. Αποτελεί το ησυχαστήριο της περιοχής με πολύ καλό κλίμα, με φιλόξενους και ευγενικούς ανθρώπους. Έχει θέα προς την Τύμφη, τον κάμπο του Παρακαλάμου, το Καλπάκι και προς τα βουνά Κασιδίαρης και Νεμέρτσικα.
Ονοματολογία
Η ονομασία του χωριού έχει απασχολήσει πολλούς. Έτσι το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927 όρισε Συμβούλιο Τοπωνυμιών για την ονομασία διάφορων χωριών που έφεραν Τουρκικά η Σλάβικα ονόματα. Για τα Κάτω Ραβένια η μεν λέξη «κάτω» μπήκε σε αντιδιαστολή με την λέξη «άνω» και είναι καθαρά Ελληνική. Αμφισβητήθηκε η δεύτερη λέξη «Ραβένια» η οποία μένει ακαθόριστη διότι συγχέεται η Σλαβική, η Ελληνική και η Τουρκική γλώσσα. Σε πολλά σημεία της Ελλάδας υπάρχει η λέξη «Ραβένια ή Ρεβένια». Το Συμβούλιο τοπωνυμιών αποφάσισε να ονομάσει τα Άνω Ραβένια με το όνομα «Καλλιθέα» και τα Κάτω Ραβένια απλώς «Ραβένια». Υπήρξαν όμως αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού και έτσι παρέμεινε η ονομασία Άνω και Κάτω Ραβένια [1].
Αξιοθέατα
Το χωριό έχει δυο εκκλησίες, τον Άγιο Νικόλαο, μονόκλιτη εκκλησία με χαγιάτι που είναι και η παλαιότερη (χρονολογείται στον 18ο αιώνα). Το τέμπλο της κοσμείται από εικόνες των 12 Αποστόλων και σύμφωνα με επιγραφή χρονολογείται στο 1773. Δίπλα της βρίσκεται, η νεότερη, της Γέννησης της Θεοτόκου. Είναι τρίκλιτη και είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού, που χτίστηκε το 1910 . Εκεί υπάρχει ομώνυμη φορητή εικόνα, σχετικά μεγάλων διαστάσεων, σε προσκυνητάρι, ζωγραφισμένη από Χιονιαδίτες ζωγράφους το 1819 [2]..
Η Περιοχή Αγιοί είναι μοναδική σε ομορφιά. Εδώ μέσα σε μια σπηλιά λειτούργησε το ξακουστό Μοναστήρι, με το οποίο είναι συνυφασμένο και το γνωστό δημοτικό τραγούδι "Πάπα-Γιώργης"(...όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια / το μοναστήρι στους Αγίους δεν μπορεί να πατήσει...). Δίπλα στο Μοναστήρι υπάρχει το φαράγγι του Γορμού, παραπόταμου του Καλαμά, το οποίο αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο της φύσης με την πλούσια χλωρίδα και πανίδα που διαθέτει. Για τους λάτρεις της πεζοπορίας αποτελεί μια πρόκληση και κατά τους χειμερινούς μήνες τα νερά του Γορμού προσφέρονται για ραφτιγκ [3]. Το μικρό μαγαζάκι στην όχθη του σου προσφέρει ξεκούραση και δροσιά τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού.
Παραπομπές
http://www.pogoni.gr/index.php/item/56-%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%89-%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%B1
Σε υψόμετρο 560μ. βρίσκεται το χωριό Κάτω Ραβένια το οποίο είναι περιτριγυρισμένο από δάση και ακαλλιέργητη έκταση. Είναι χτισμένο σε ομαλό και πολύ βατό μέρος. Το 1912 το χωριό αριθμούσε 100 οικογένειες και 622 κατοίκους. Ο αριθμός αυτός με το πέρασμα των χρόνων μειώθηκε αρκετά με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν 30 οικογένειες και 75-80 μόνιμοι κάτοικοι. Αποτελεί το ησυχαστήριο της περιοχής με πολύ καλό κλίμα, με φιλόξενους και ευγενικούς ανθρώπους. Έχει θέα προς την Τύμφη, τον κάμπο του Παρακαλάμου, το Καλπάκι και προς τα βουνά Κασιδίαρης και Νεμέρτσικα.
Ονοματολογία
Η ονομασία του χωριού έχει απασχολήσει πολλούς. Έτσι το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927 όρισε Συμβούλιο Τοπωνυμιών για την ονομασία διάφορων χωριών που έφεραν Τουρκικά η Σλάβικα ονόματα. Για τα Κάτω Ραβένια η μεν λέξη «κάτω» μπήκε σε αντιδιαστολή με την λέξη «άνω» και είναι καθαρά Ελληνική. Αμφισβητήθηκε η δεύτερη λέξη «Ραβένια» η οποία μένει ακαθόριστη διότι συγχέεται η Σλαβική, η Ελληνική και η Τουρκική γλώσσα. Σε πολλά σημεία της Ελλάδας υπάρχει η λέξη «Ραβένια ή Ρεβένια». Το Συμβούλιο τοπωνυμιών αποφάσισε να ονομάσει τα Άνω Ραβένια με το όνομα «Καλλιθέα» και τα Κάτω Ραβένια απλώς «Ραβένια». Υπήρξαν όμως αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού και έτσι παρέμεινε η ονομασία Άνω και Κάτω Ραβένια [1].
Αξιοθέατα
Το χωριό έχει δυο εκκλησίες, τον Άγιο Νικόλαο, μονόκλιτη εκκλησία με χαγιάτι που είναι και η παλαιότερη (χρονολογείται στον 18ο αιώνα). Το τέμπλο της κοσμείται από εικόνες των 12 Αποστόλων και σύμφωνα με επιγραφή χρονολογείται στο 1773. Δίπλα της βρίσκεται, η νεότερη, της Γέννησης της Θεοτόκου. Είναι τρίκλιτη και είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού, που χτίστηκε το 1910 . Εκεί υπάρχει ομώνυμη φορητή εικόνα, σχετικά μεγάλων διαστάσεων, σε προσκυνητάρι, ζωγραφισμένη από Χιονιαδίτες ζωγράφους το 1819 [2]..
Η Περιοχή Αγιοί είναι μοναδική σε ομορφιά. Εδώ μέσα σε μια σπηλιά λειτούργησε το ξακουστό Μοναστήρι, με το οποίο είναι συνυφασμένο και το γνωστό δημοτικό τραγούδι "Πάπα-Γιώργης"(...όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια / το μοναστήρι στους Αγίους δεν μπορεί να πατήσει...). Δίπλα στο Μοναστήρι υπάρχει το φαράγγι του Γορμού, παραπόταμου του Καλαμά, το οποίο αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο της φύσης με την πλούσια χλωρίδα και πανίδα που διαθέτει. Για τους λάτρεις της πεζοπορίας αποτελεί μια πρόκληση και κατά τους χειμερινούς μήνες τα νερά του Γορμού προσφέρονται για ραφτιγκ [3]. Το μικρό μαγαζάκι στην όχθη του σου προσφέρει ξεκούραση και δροσιά τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού.
Παραπομπές
http://www.pogoni.gr/index.php/item/56-%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%89-%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%B1
Ο ευεργέτης Γορμός. Το Πωγωνίσιο -αλλά και το δικό μας - ποτάμι!
Πηγάζει από τα ριζά της Νεμέρτζικας, μ’ αρχική πηγή τη Γκλάβα και διασχίζει την περιοχή των χωριών της Ανατολικής πλευράς του Πωγωνίου, ως την περιοχή του Παρακαλάμου ,όπου συναντάει τον Καλαμά (η Θύαμη) στον οποίον χύνε τα νερά του, για να κυλίσουν μαζί, μέσω Θεσπρωτίας ως το Ιόνιο Πέλαγος.
Στα 25 χιλιόμετρα και μέχρι την ιστορική κοιλάδα στους Αγιούς, τα νερά του κυλούν μέσα στην ομώνυμη χαράδρα, σε βάθος η ύψος, - ανάλογα πως το μετράς - 50 έως και 100 μέτρων.
Η χαράδρα κατάφυτη από .άγρια δένδρα και κατοικημένη από άγρια πουλιά και ζώα, αποτελεί, στα 5 τελευταία χιλιόμετρα από το δάσος στα Κεφάλια έως τους Αγιούς, τη φυσική Βορειοδυτική οριογραμμή ,της περιοχής του χωριού μας με αυτές της Βησσάνης και της Ζαραβίνας και μετά στρίβοντας αριστερά και διασχίζοντας τον μικρό - αλλά πολυτιμότατο - κάμπο βάζει τα όρια μεταξύ των Κ. Ραβενίων και της Λίμνης και Σιταργιάς απέναντι .
Στο Γορμό ζούν: ψάρια (πέστοφες, μαρίτσια, μπούλντες, μυλωνάδες κ. α.), σε αμελητέο βέβαια αριθμό. Καραβίδες (νοστιμότερες κι’απ΄ αυτές του Καλαμά ακόμη. Και βατράχια, νερόφιδα, νεροχελώνες και βίδρες.
Χόμπυ των αγοριών, που ζήσαμε παιδιά στο χωριό, υπήρξε το να κατεβαίνουμε στο ποτάμι - (από τη γέφυρα στους Άγιούς και κάτω ξεχνιόταν ο Γορμός και γίνονταν : «το ποτάμι» ) - να «πιάσομε»(έτσι λέγαμε)καραβίδες .Ήταν διασκέδαση, παιχνίδι κι’ ένα σπάνιο επιδόρπιο συνάμα. Κι’ ακόμη ήταν κάτι που το προσφέραμε, εμείς στην οικογένεια. «Τα κόπια μας» λέγαμε και καμαρώναμε!
Δεν κατεβαίναμε όμως μόνον για καραβίδες στο ποτάμι. Εκεί τα καλοκαίρια, κάναμε - προνόμιο κι’ αυτό, μόνον . των αγοριών - και το «κολύμπι» μας! Εμείς οι πιτσιρικάδες - γυμνιστές - στις Οβίρες, με τα λίγα τετραγωνικά γαλάζιου νερού: Την Οβύρα του Μάκκα. Την Οβύρα της Τσαλαπής, αλλά κυρίως στη περιβόητη Καθαρή, (δεν υπήρχε ίχνος δένδρου, ούτε μέσα το ποτάμι, ούτε έξω ολοτρόγυρα),χαλάγαμε τον κόσμο, τσαλαβουτώντας και αλαλάζοντας, αμέτρητες ώρες.(Αναμνήσεις νοσταλγικές).
Ο Γορμός υπήρξε για τα Κάτω Ραβένια και την περιοχή των ειδικά, ανέκαθεν ο ζωοδότης ποταμός. Διότι εξασφάλιζε: α) το πόσιμο νερό, στους κατοίκους των οικισμών Κάτω Ραβένια, από τη σύστασή του και σ’ όσους άλλους προϋπήρξαν στον περιοχή τους, το οποίο μετέφεραν - με δυσκολίες και κόπους - με τα ζώα σε βαρέλες, χιλιόμετρα μακριά. β)πότιζε τον περιορισμένο μεν , αλλά παραγωγικότατο κάμπο, τον σπαρμένον με καλαμπόκι, φασόλια, ντομάτες, αγγούρια κι’ άλλα ζαρζαβατικά και γ) κινούσε τις μυλόπετρες του μύλου, κι΄ άλεθε τα γεννήματα, για ν’ αποκτηθεί το ευλογημένο αλεύρι: Το σταρένιο, για το «καθάριο» ψωμί, που έτρωγαν οι «πλούσιοι» κι’ έκαναν και τις λειτουργιές (πρόσφορα) για την Εκκλησιά, τα κόλλυβα για τις κηδείες και τα μνημόσυνα και για τα κανίσκια, σ’ αυτές που αποκτούσαν παιδί. Και το καλαμποκίσιο, για την περίφημη μπομπότα, το ψωμί της φτωχολογιάς, το ψωμί με το οποίο μεγαλώσαμε, ως και τη δική μου γενιά, όλα τα παιδιά του χωριού (των χωριών θα ‘λεγα)και που στην κατοχή έγινε… χρυσαφένια!
Τελικά ο Γορμός ..…. ξεδίψασε , ουσιαστικά τους Κατωραβενιώτες και τους Δολιατίτες το 1967, όταν έφτασε εκεί και το ρεύμα της ΔΕΗ, ύψιστα αγαθά αμφότερα, προόδου και πολιτισμού. Με το έργο που έγινε, ύστερα και από ενέργειες των Αδελφοτήτων, ανέβηκε το νερό από τις Ζαραβινιώτηκες πηγές των Αγίων, στην Κενρική Δεξαμενή στα Λυκοταρώνια και διαχωρίστηκε: Κάτω Ραβένια και Δολιανά. ( Λιγα χρόνια μετά πήραν από μας νερό και τα Πάνω Ραβένια).
Και ο Γορμός μας, πότισε και η γη των χωριών μας, με άφθονο νερό - που, ως τότε το ‘λεγαν και το λέγαμε νεράκι.
- Βασίλης Πλόσκας παππούς
Πηγάζει από τα ριζά της Νεμέρτζικας, μ’ αρχική πηγή τη Γκλάβα και διασχίζει την περιοχή των χωριών της Ανατολικής πλευράς του Πωγωνίου, ως την περιοχή του Παρακαλάμου ,όπου συναντάει τον Καλαμά (η Θύαμη) στον οποίον χύνε τα νερά του, για να κυλίσουν μαζί, μέσω Θεσπρωτίας ως το Ιόνιο Πέλαγος.
Στα 25 χιλιόμετρα και μέχρι την ιστορική κοιλάδα στους Αγιούς, τα νερά του κυλούν μέσα στην ομώνυμη χαράδρα, σε βάθος η ύψος, - ανάλογα πως το μετράς - 50 έως και 100 μέτρων.
Η χαράδρα κατάφυτη από .άγρια δένδρα και κατοικημένη από άγρια πουλιά και ζώα, αποτελεί, στα 5 τελευταία χιλιόμετρα από το δάσος στα Κεφάλια έως τους Αγιούς, τη φυσική Βορειοδυτική οριογραμμή ,της περιοχής του χωριού μας με αυτές της Βησσάνης και της Ζαραβίνας και μετά στρίβοντας αριστερά και διασχίζοντας τον μικρό - αλλά πολυτιμότατο - κάμπο βάζει τα όρια μεταξύ των Κ. Ραβενίων και της Λίμνης και Σιταργιάς απέναντι .
Στο Γορμό ζούν: ψάρια (πέστοφες, μαρίτσια, μπούλντες, μυλωνάδες κ. α.), σε αμελητέο βέβαια αριθμό. Καραβίδες (νοστιμότερες κι’απ΄ αυτές του Καλαμά ακόμη. Και βατράχια, νερόφιδα, νεροχελώνες και βίδρες.
Χόμπυ των αγοριών, που ζήσαμε παιδιά στο χωριό, υπήρξε το να κατεβαίνουμε στο ποτάμι - (από τη γέφυρα στους Άγιούς και κάτω ξεχνιόταν ο Γορμός και γίνονταν : «το ποτάμι» ) - να «πιάσομε»(έτσι λέγαμε)καραβίδες .Ήταν διασκέδαση, παιχνίδι κι’ ένα σπάνιο επιδόρπιο συνάμα. Κι’ ακόμη ήταν κάτι που το προσφέραμε, εμείς στην οικογένεια. «Τα κόπια μας» λέγαμε και καμαρώναμε!
Δεν κατεβαίναμε όμως μόνον για καραβίδες στο ποτάμι. Εκεί τα καλοκαίρια, κάναμε - προνόμιο κι’ αυτό, μόνον . των αγοριών - και το «κολύμπι» μας! Εμείς οι πιτσιρικάδες - γυμνιστές - στις Οβίρες, με τα λίγα τετραγωνικά γαλάζιου νερού: Την Οβύρα του Μάκκα. Την Οβύρα της Τσαλαπής, αλλά κυρίως στη περιβόητη Καθαρή, (δεν υπήρχε ίχνος δένδρου, ούτε μέσα το ποτάμι, ούτε έξω ολοτρόγυρα),χαλάγαμε τον κόσμο, τσαλαβουτώντας και αλαλάζοντας, αμέτρητες ώρες.(Αναμνήσεις νοσταλγικές).
Ο Γορμός υπήρξε για τα Κάτω Ραβένια και την περιοχή των ειδικά, ανέκαθεν ο ζωοδότης ποταμός. Διότι εξασφάλιζε: α) το πόσιμο νερό, στους κατοίκους των οικισμών Κάτω Ραβένια, από τη σύστασή του και σ’ όσους άλλους προϋπήρξαν στον περιοχή τους, το οποίο μετέφεραν - με δυσκολίες και κόπους - με τα ζώα σε βαρέλες, χιλιόμετρα μακριά. β)πότιζε τον περιορισμένο μεν , αλλά παραγωγικότατο κάμπο, τον σπαρμένον με καλαμπόκι, φασόλια, ντομάτες, αγγούρια κι’ άλλα ζαρζαβατικά και γ) κινούσε τις μυλόπετρες του μύλου, κι΄ άλεθε τα γεννήματα, για ν’ αποκτηθεί το ευλογημένο αλεύρι: Το σταρένιο, για το «καθάριο» ψωμί, που έτρωγαν οι «πλούσιοι» κι’ έκαναν και τις λειτουργιές (πρόσφορα) για την Εκκλησιά, τα κόλλυβα για τις κηδείες και τα μνημόσυνα και για τα κανίσκια, σ’ αυτές που αποκτούσαν παιδί. Και το καλαμποκίσιο, για την περίφημη μπομπότα, το ψωμί της φτωχολογιάς, το ψωμί με το οποίο μεγαλώσαμε, ως και τη δική μου γενιά, όλα τα παιδιά του χωριού (των χωριών θα ‘λεγα)και που στην κατοχή έγινε… χρυσαφένια!
Τελικά ο Γορμός ..…. ξεδίψασε , ουσιαστικά τους Κατωραβενιώτες και τους Δολιατίτες το 1967, όταν έφτασε εκεί και το ρεύμα της ΔΕΗ, ύψιστα αγαθά αμφότερα, προόδου και πολιτισμού. Με το έργο που έγινε, ύστερα και από ενέργειες των Αδελφοτήτων, ανέβηκε το νερό από τις Ζαραβινιώτηκες πηγές των Αγίων, στην Κενρική Δεξαμενή στα Λυκοταρώνια και διαχωρίστηκε: Κάτω Ραβένια και Δολιανά. ( Λιγα χρόνια μετά πήραν από μας νερό και τα Πάνω Ραβένια).
Και ο Γορμός μας, πότισε και η γη των χωριών μας, με άφθονο νερό - που, ως τότε το ‘λεγαν και το λέγαμε νεράκι.
- Βασίλης Πλόσκας παππούς